επισμώ

επισμώ
ἐπισμῶ, -άω (Α)
τρίβω ή αλείφω κάτι πάνω σε κάτι άλλο για να κολλήσει («τὶ γὰρ οὗτος ἡμᾱς οὐκ ἐπισμῇ κακῶν;» — τί κακό υπάρχει που να μη ζητά να μάς τό κολλήσει;, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμω «καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επισμήχω — ἐπισμήχω (Α) επισμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμήχω «καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”